σταφυλικός

σταφυλικός
η , ό[ν] виноградный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "σταφυλικός" в других словарях:

  • σταφυλικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σταφύλι ή που προέρχεται από αυτό 2. φρ. «σταφυλικό οξύ» χημ. το ρακεμικό οξύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταφυλή / σταφύλι. Ο τ. σταφυλικό(ν) (οξύ) μαρτυρείται από το 1869 στον Ιωάνν. Αλεξανδρίδη] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»